- παραφρονώ
- παραφρονῶ, -έω και μτγν. ποιητ. τ. παραιφρονῶ, ΝΜΑτρελαίνομαι, είμαι ή γίνομαι παράφρονας, τρελόςαρχ.κατέχομαι από παραλήρημα, παραληρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραφρονώ — παραφρονώ, παραφρόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραφρονώ — παραφρόνησα, χάνω το λογικό μου, τρελαίνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφρονῶ — παραφρονέω to be beside oneself pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραφρονέω to be beside oneself pres ind act 1st sg (attic epic doric) παραφρονέω to be beside oneself pres subj act 1st sg (attic epic doric) παραφρονέω to be beside oneself … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
αλληλογώ — (και άω) 1. αλλολογάω, αλλάζω γνώμη 2. ψεύδομαι, ψευτίζω 3. λέγω άλλα αντ’ άλλων, παραληρώ, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + λογώ < λόγος < λέγω. Το η κατά τη σύνθεση πιθ. κατά παρετυμολογική επίδραση τών τ. με α συνθετικό αλληλο *. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
αλλογνοώ — ἀλλογνοῶ ( έω) (Α) 1. θεωρώ κάτι ως κάτι άλλο, παραγνωρίζω 2. γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γνοῶ ( έω) < θ. γνω , < ἔγνων τού ρ. γιγνώσκω] … Dictionary of Greek
αλλοιώνω — (ΑΜ ἀλλοιῶ, όω) [ἀλλοῖος] 1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω 2. παραλλάζω, παραμορφώνω 3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα 4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός νεοελλ. 1. νοθεύω, παραχαράσσω 2.… … Dictionary of Greek
αλλοφάσσω — ἀλλοφάσω (Α) παραπαίω, παραφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνική λ., αβέβαιης ετυμολογίας. Το ά συνθετικό της συνδέεται με τη λ. ἇλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. τής λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων» πρβλ. και ἀλλό φρων). Για το β συνθετικό πρβλ. λ. παιφάσσω «ορμώ … Dictionary of Greek
αλλοφρονώ — (Α ἀλλοφρονῶ, έω) [ἀλλόφρων] κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ αρχ. 1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος 3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου … Dictionary of Greek
αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ … Dictionary of Greek